οξυκυανιούχος

οξυκυανιούχος
-ο, θηλ. και -α
φρ. χημ. α) «οξυκυανιούχο άλας» — χημική ένωση ανάλογη με το οξυχλωριούχο άλας, που λαμβάνεται με θέρμανση μέσα σε νερό ενός κυανιούχου άλατος με ένα οξείδιο
β) «οξυκυανιούχος υδράργυρος»
(φαρμ.) φάρμακο που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό στη χειρουργική και τη μαιευτική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”